- Ἀγαυή
- Ἀγαυήfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀγαυῇ — Ἀγαυή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγαύη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγαύῃ — Ἀγαύη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαύη — (agave).Γένος ποωδών, πολυετών κυρίως φυτών της οικογένειας των αμαρυλλιδών. Είναι ιθαγενή των άγονων περιοχών του Μεξικού, των ΗΠΑ και των Αντιλλών. Πολλά από τα είδη του γένους έχουν εγκλιματιστεί σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της… … Dictionary of Greek
Αγαύη — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Κάδμου και της Αρμονίας. Αδελφές της ήταν η Ινώ, η Σεμέλη και η Αυτονόη. Παντρεύτηκε τον Εχίονα και από αυτόν γέννησε τον Πενθέα, τον πείσμονα εχθρό της λατρείας του Διονύσου, κατά τη μυθολογική παράδοση.H Α. χλεύασε… … Dictionary of Greek
ἀγαυῇ — ἀγαυός illustrious fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαυή — ἀγαυός illustrious fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγαυῶν — Ἀγαύη fem gen pl Ἀγαυή fem gen pl Ἀγαυός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγαυαῖς — Ἀγαυή fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγαυαί — Ἀγαυή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)